ἐκχυλίζω
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
squeeze out, express juice or liquor, Hp.Mul.1.44; suck out, Arist.HA596b12.
Spanish (DGE)
extraer el jugo τρίψας πάντα, δι' ὀθονίου ἐκχυλίσας Hp.Mul.1.44, τῶν δ' ἐντόμων ... τὰ δὲ ... τοῖς ὑγροῖς τρέφεται, πάντοθεν ἐκχυλίζοντα ταύτῃ (τῇ γλώττῃ) Arist.HA 596b12, cf. 623a16, Dieuch.15.34, 43, 82, 85.
German (Pape)
[Seite 787] den Saft ausdrücken, aussaugen; Hippocr.; Arist. H. A. 8, 11.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχῡλίζω: высасывать или вылизывать сок (τῇ γλῶττῃ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχῡλίζω: ἐκθλίβω τὸν χυλόν, Ἱππ. 608, 25· ἐκμυζῶ, τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 4.
Greek Monolingual
(AM ἐκχυλίζω)
μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψηση
αρχ.
εκμυζώ, απομυζώ.