βουβόσιον
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό, (βόσκω) cattle-pasture, Call.Ap.49, Arat.1120: in plural, grazing, Str.12.4.7.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Morfología: [gen. -οιο Arat.1120]
1 rebaño de vacas ῥεῖά κε β. τελέθοι πλέον Call.Ap.50, χώραν ἀρίστην βουβοσίοις Str.12.4.7.
2 pastizal σκυθραὶ λειμῶνος πόριες καὶ βουβοσίοιο Arat.l.c.
German (Pape)
[Seite 455] τό, Rinderweide, Callim. Apoll. 49; plur. Rindviehzuchten, Strab. XII, 565.
Greek (Liddell-Scott)
βουβόσιον: τό, (βόσκω) μέρος ἔνθα βόσκονται βόες, Καλλ. Ἀπ. 19, Ἄρατ. 1120·- κατὰ πληθ., κτηνοτροφία βοῶν,· Στράβ. 565.
Greek Monolingual
βουβόσιον, το (Α)
1. περιοχή όπου βόσκουν βόδια
2. πληθ. βουβόσια τα
κτηνοτροφία βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + βόσις «τροφή, βοσκή»].