βουβόσιον

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουβόσιον Medium diacritics: βουβόσιον Low diacritics: βουβόσιον Capitals: ΒΟΥΒΟΣΙΟΝ
Transliteration A: boubósion Transliteration B: boubosion Transliteration C: vouvosion Beta Code: boubo/sion

English (LSJ)

τό, (βόσκω) cattle-pasture, Call.Ap.49, Arat.1120: in plural, grazing, Str.12.4.7.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Morfología: [gen. -οιο Arat.1120]
1 rebaño de vacas ῥεῖά κε β. τελέθοι πλέον Call.Ap.50, χώραν ἀρίστην βουβοσίοις Str.12.4.7.
2 pastizal σκυθραὶ λειμῶνος πόριες καὶ βουβοσίοιο Arat.l.c.

German (Pape)

[Seite 455] τό, Rinderweide, Callim. Apoll. 49; plur. Rindviehzuchten, Strab. XII, 565.

Greek (Liddell-Scott)

βουβόσιον: τό, (βόσκω) μέρος ἔνθα βόσκονται βόες, Καλλ. Ἀπ. 19, Ἄρατ. 1120·- κατὰ πληθ., κτηνοτροφία βοῶν,· Στράβ. 565.

Greek Monolingual

βουβόσιον, το (Α)
1. περιοχή όπου βόσκουν βόδια
2. πληθ. βουβόσια τα
κτηνοτροφία βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + βόσις «τροφή, βοσκή»].