θῦνος
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
πόλεμος, ὁρμή, δρόμος, Hsch.: θυνός acc. to Hdn.Gr.2.938.
German (Pape)
[Seite 1226] ὁ, v.l. für θύννος. Nach Hesych. auch heftige Bewegung; vgl. Arcad. 193, 17 u. Hdn. π. μ. λ. 33, 15.
Greek (Liddell-Scott)
θῦνος: ὁ, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ θύννος, ὃ ἴδε. ΙΙ. «θῦνος· πόλεμος, ὁρμή, δρόμος» Ἡσύχ., ὅπερ ἔδει εἶναι θυνὸς κατὰ τὸν Ἀρκάδ. σ. 63. 25 (ἐσφαλμένως θῦννος σ. 193. 17), Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 33. 15