λεπράς
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
λεπράδος, ἡ, poet. fem. of λεπρός, rough, λεπρὰς πέτρα Theoc.1.40, cf. Opp.H.1.129.
German (Pape)
[Seite 30] άδος, ἡ, poet. fem. zu λεπρός, πέτρα, Theocr. 1, 40, ein rauher Fels; auch subst., χθαμαλαὶ ψαμαθώδεις λεπράδες, Hügel, Opp. Hal. 1, 129.
Russian (Dvoretsky)
λεπράς: άδος (ᾰδ) adj. f шероховатая, бугристая (πέτρα Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ λεπρός, τραχύς, λεπρὰς πέτρα Θεόκρ. 1. 40· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. λέπρα, ἡ, πέτρα ἀπόκρημνος, βράχος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 129.
Greek Monolingual
λεπράς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. λεπρός.
Greek Monotonic
λεπράς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του λεπρός, σε Θεόκρ.