λάθος
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, escape from detection, εἰ λάθος ἔσται μου τῷ δρασμῷ Astramps.Orac.89p.7H.
Greek Monolingual
(I)
το, πληθ. και λάθια (AM λάθος)
νεοελλ.
φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» — σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία του τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα
β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» — χωρίς να το επιδιώκει κάποιος, εκ παραδρομής, εσφαλμένα
γ) «κάνεις λάθος» ή «έχεις λάθος» — απατάσαι, δεν σκέφτεσαι σωστά
δ) «τα λάθη είναι για τους ανθρώπους» — είναι φυσικό στους ανθρώπους να κάνουν σφάλματα
(νεοελλ.-μσν.)
σφάλμα, πλάνη, αστοχία
μσν.
1. (ως επίρρ.) μάταια
2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λάθος» — απατώμαι, ξεγελιέμαι
αρχ.
το να διαφεύγει κάποιος ή κάτι την προσοχή κάποιου («εἰ λάθος ἔσται μου τῷ δρασμῷ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. λανθάνω (< θ. λαθ-, πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον)].
(II)
λᾱθος, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. λήθος.