ἀνακτορία
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ, (ἀνάκτωρ) lordship, rule, A.R.1.839; management of horses, h.Ap.234.
German (Pape)
[Seite 194] die Lenkung, ἴππων H. h. Apoll. 234; Herrschaft, Ap. Rh. 1, 839 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de diriger (un cheval);
2 fig. souveraineté.
Étymologie: ἀνάκτωρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακτορία: ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτορία: ἡ, (ἀνάκτωρ), ἡγεμονία, κυριότης, κυβέρνησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 839: ἵππων διοίκησις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 234.
Greek Monolingual
ἀνακτορία, η (ΑΜ) ἀνάκτωρ
1. το αξίωμα του άνακτος, εξουσία, ηγεμονία
2. διοίκηση του ιππικού.
Greek Monotonic
ἀνακτορία: ἡ (ἀνάκτωρ), διαχείριση αλόγων, χειρισμός, διαφέντευσή τους, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
ἀνάκτωρ
management of horses, Hhymn.