Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνακτορία

From LSJ
Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακτορία Medium diacritics: ἀνακτορία Low diacritics: ανακτορία Capitals: ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ
Transliteration A: anaktoría Transliteration B: anaktoria Transliteration C: anaktoria Beta Code: a)naktori/a

English (LSJ)

ἡ, (ἀνάκτωρ) lordship, rule, A.R.1.839; management of horses, h.Ap.234.

German (Pape)

[Seite 194] die Lenkung, ἴππων H. h. Apoll. 234; Herrschaft, Ap. Rh. 1, 839 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de diriger (un cheval);
2 fig. souveraineté.
Étymologie: ἀνάκτωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακτορία: ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτορία: ἡ, (ἀνάκτωρ), ἡγεμονία, κυριότης, κυβέρνησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 839: ἵππων διοίκησις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 234.

Greek Monolingual

ἀνακτορία, η (ΑΜ) ἀνάκτωρ
1. το αξίωμα του άνακτος, εξουσία, ηγεμονία
2. διοίκηση του ιππικού.

Greek Monotonic

ἀνακτορία: ἡ (ἀνάκτωρ), διαχείριση αλόγων, χειρισμός, διαφέντευσή τους, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἀνάκτωρ
management of horses, Hhymn.