κοιλόω
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
hollow out, in Pass., κεκοιλωμένον ἔδαφος Dsc.3.48; τὰ κεκοιλωμένα τῆς πέτρας D.S.3.13.
German (Pape)
[Seite 1467] hohl machen, aushöhlen, Diosc.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
creuser.
Étymologie: κοῖλος.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόω: διακοιλαίνω, κοῖλον ποιῶ, Διοσκ. 2. 199.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλόω [κοῖλος] hol maken.