ἡμίοπτος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ἡμίοπτον, half-roasted, Alex.175, Luc.Gall.2 (v.l.), Hld.2.19.
German (Pape)
[Seite 1169] halb gebraten, κρέα Luc. Gall. 2, a. Sp., wie Hel. 2, 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié rôti.
Étymologie: ἡμι-, ὀπτός.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίοπτος: наполовину изжаренный (κρέα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίοπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡψημένος, Ἄλεξ. Πανν. 4, Λουκ. Ἀλεκτρ. 2˙ ἴδε ἡμίθαλπτος.
Greek Monolingual
ἡμίοπτος, -ον (Α)
μισοψημένος, ατελώς ψημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + οπτός «ψημένος»].
Greek Monotonic
ἡμίοπτος: -ον, μισοψημένος, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἡμί-οπτος, ον
half-roasted, Luc.