μηδόλως
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
Adv., for μηδ' ὅλως, not at all, Cerc.17.21, Gal.Protr.1, etc.
German (Pape)
[Seite 171] d. i. μηδ' ὅλως, ganz und gar nicht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μηδόλως: Ἐπίρρ., ἀντὶ μηδ’ ὅλως, Γαλην. 1. 1, κτλ.
Greek Monolingual
(ΑΜ μηδόλως)
επίρρ. κατ' ουδένα τρόπο, καθόλου, καθόλου δεν...
μσν.
(έναρθρ. σε χρήση επιθ.) ὁ, ἡ, τὸ μηδόλως
μηδαμινός, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. ὅλως.