ἀταπείνωτος

From LSJ
Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰπείνωτος Medium diacritics: ἀταπείνωτος Low diacritics: αταπείνωτος Capitals: ΑΤΑΠΕΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: atapeínōtos Transliteration B: atapeinōtos Transliteration C: atapeinotos Beta Code: a)tapei/nwtos

English (LSJ)

ἀταπείνωτον, not humbled, Zeno Stoic.1.53, Arr.Epict.4.6.8, Plu.Cor.21.

Spanish (DGE)

1 que no se humilla, no doblegado ὁ Μάρκιος ἀνέκπληκτος καὶ ἀ. Plu.Cor.21, ποιεῖν ὑψηλὸν ἑαυτὸν καὶ ἀταπείνωτον Plu.2.28c, ἀ. καὶ ἐλεύθερος Arr.Epict.4.6.8, cf. Plu.2.33d, Synes.Dio 2, Prouid.1.13.
2 adv. -ως sin humillación φέρειν πενίαν εὐγενῶς καὶ ἀ. Basil.M.30.572A.

German (Pape)

[Seite 383] nicht erniedrigt, nicht gebeugt, Plut. Coriol. 21, öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non abaissé, non déprimé, non abattu.
Étymologie: , ταπεινόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτᾰπείνωτος: не униженный, не надломленный, не павший духом Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτᾰπείνωτος: -ον, ὁ μὴ τεταπεινωμένος, Πλούτ. 2. 28C, κτλ. ― Ἐπίρρ. ἀταπεινώτως, Βασίλ. τ. 1. σ. 575C.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀταπείνωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ταπεινωθεί
μσν.- νεοελλ.
1. υπεροπτικός, υπερήφανος
2. ακούραστος, ακατάβλητος.