ἐριπτοίητος
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
ἐριπτοίητον, much scared, Nonn. D. 28.13.
German (Pape)
[Seite 1030] sehr geschreckt, Nonn. D. 28, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριπτοίητος: -ον, παρὰ πολὺ πτοούμενος, ἔντρομος, Νόνν. Δ. 28. 13.
Greek Monolingual
ἐριπτοίητος, -ον (Α)
αυτός που πτοείται, που φοβάται υπερβολικά, ο έντρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. πρόθημα ερι- + πτοητός (< πτοώ)].