ἀδακρυτί
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
Adv. tearlessly, without tears, Isoc.14.47, Ph. 2.67, Plu.Caes.7, etc.
Spanish (DGE)
(ἀδακρῡτί)
adv. sin llorar Isoc.14.47, CEG 586.6 (Ática IV a.C.), Ph.2.67, Plu.Caes.7, Luc.Cat.20, Cont.1, Aristid.Or.3.251, D.C.48.37.5, Philostr.Her.59.3.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans larmes.
Étymologie: ἀδάκρυτος.
German (Pape)
[ῡ], tränenlos, ἡμέραν οὐδεμίαν διάγομεν Isocr. 11.47; Plut. Caes. 7 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
ἀδακρῡτί: adv. без слез (ἡμέραν οὐδεμίαν διάγειν Isocr.): οὐκ ἀ. Plut. со слезами.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδακρῠτί: ἐπίρρ. ἄνευ δακρύων, ἀδακρύτως, Ἰσοκρ. 305Ε, Πλουτ. Καῖσ. 7, κτλ.
Greek Monotonic
ἀδακρῡτί: επίρρ., χωρίς δάκρυα, σε Ισοκρ., Πλούτ.
Middle Liddell
without tears, Isocr., Plut.