φιλοχρήμων
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
φιλοχρήμον, gen. ονος, = φιλοχρήματος, Dam.Isid.238, Lyd.Mag.3.53.
German (Pape)
[Seite 1288] ονος, = φιλοχρήματος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοχρήμων: -ον, = φιλοχρήματος, ψυχὴν φιλοχρήμονα, δουλοπρεπῆ Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 350. 18, Σουΐδ. ἐν λέξ. ψυχή.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. πολυχρήμων].