προανίσχω
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
= προανέχω II, c. gen., J.BJ3.3.5: abs., arise before, Plu.2.427e.
German (Pape)
[Seite 707] (s. ἴσχω), = προανέχω, Sp., wie Ios. u. Synes.; vorher aufgehen, Cleomed. 1, 3 p. 13.
French (Bailly abrégé)
1 tr. élever en avant, faire saillir;
2 intr. s'avancer en saillie.
Étymologie: πρό, ἀνίσχω.
Russian (Dvoretsky)
προανίσχω: предвосхищать: ταῖς γενέσεσιν π. Plut. возникать раньше.
Greek (Liddell-Scott)
προανίσχω: προανέχω ΙΙ, Πλούτ. 2. 427F, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 3, 5.
Greek Monolingual
Α
1. προεξέχω
2. σηκώνομαι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνίσχω, άλλος τ. του ἀνέχω.