πανάγριος
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
πανάγριον, quite wild or savage, Opp.C.2.45, dub. in Ps.-Phoc.202.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάγριος: -ον, ὅλως διόλου ἄγριος, ἀγριώτατος, Ὀππ. Κ. 2. 45. - παρὰ τῷ Ψευδο-Φωκυλ. 190, ὁ Brunck παναγρείους, ὁ Βergk παναγρῆας.
Greek Monolingual
πανάγριος, -ον (Α)
πάρα πολύ άγριος, αγριότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄγριος.
German (Pape)
ganz, sehr wild, Opp. Cyn. 2.45.