σταχυοστέφανος

From LSJ
Revision as of 11:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠοστέφᾰνος Medium diacritics: σταχυοστέφανος Low diacritics: σταχυοστέφανος Capitals: ΣΤΑΧΥΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: stachyostéphanos Transliteration B: stachyostephanos Transliteration C: stachyostefanos Beta Code: staxuoste/fanos

English (LSJ)

σταχυοστέφανον, crowned with ears of corn, Δηώ AP6.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 931] mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la couronne d'épis.
Étymologie: στάχυς, στέφανος.

Russian (Dvoretsky)

στᾰχυοστέφᾰνος: с венком из колосьев (δηώ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, ὁ ἐστεμμένος διὰ σταχύων, Δηὼ Ἀνθ. Π. 6. 104.

Greek Monolingual

-ον, Α
στεφανωμένος με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + στέφανος.

Greek Monotonic

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, στεφανωμένος με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.

Middle Liddell

στᾰχυο-στέφᾰνος, ον,
crowned with ears of corn, Anth.