παλιμμήκης

From LSJ
Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμμήκης Medium diacritics: παλιμμήκης Low diacritics: παλιμμήκης Capitals: ΠΑΛΙΜΜΗΚΗΣ
Transliteration A: palimmḗkēs Transliteration B: palimmēkēs Transliteration C: palimmikis Beta Code: palimmh/khs

English (LSJ)

παλιμμήκες, as long again, doubly long, χρόνος A.Ag.196 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 448] χρόνος, doppelt, noch einmal so lang, Aesch. Ag. 189.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de double longueur.
Étymologie: πάλιν, μῆκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμμήκης -ες [πάλιν, μῆκος] dubbel zo lang:. χρόνος tijd Aeschl. Ag. 196.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμμήκης: двойной продолжительности, удвоенный (χρόνος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμμήκης: -ες, ἄλλο τόσον μακρός, διπλάσιος τὸ μῆκος, χρόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 196.

Greek Monolingual

παλιμμήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει άλλο τόσο μήκος, διπλάσιος στο μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

πᾰλιμμήκης: -ες (μῆκος), διπλάσιος στο μήκος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πᾰλιμ-μήκης, ες μῆκος
doubly long, Aesch.