κραγέτης

From LSJ
Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾱγέτης Medium diacritics: κραγέτης Low diacritics: κραγέτης Capitals: ΚΡΑΓΕΤΗΣ
Transliteration A: kragétēs Transliteration B: kragetēs Transliteration C: kragetis Beta Code: krage/ths

English (LSJ)

κραγέτου, ὁ, (κράζω) screamer, chatterer, κολοιοί Pi.N.3.82.

German (Pape)

[Seite 1498] ὁ, der Schreier, schreiend; κολοιοί Pind. N. 3, 78; Philostr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραγέτης -ου, ὁ [κράζω] schreeuwer, krijser, krasser.

Russian (Dvoretsky)

κρᾱγέτης: ου ὁ крикун (κολοιός Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾱγέτης: -ου, ὁ, (κράζω) ὁ κράζων, «φωνακλᾶς», ὡς τὸ κεκράκτης, κραγέται κολοιοὶ Πινδ. Ν. 3. 143, πρβλ. Φιλόστρ. 870.

Greek Monolingual

κραγέτης, ὁ (Α)
αυτός που κράζει, ο φωνακλάς («κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινά, νέμονται», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κράγ- του κράζω (πρβλ. αόρ. β' -κραγ-ον) + κατάλ. -έτης (πρβλ. αλιναιέτης, ηγέτης)].