βαθύρρηνος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
βαθύρρηνον, (ῥήν) with thick wool, τάπης AP6.250 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
(βᾰθύρρηνος) -ον
de larga lana, velludo τάπης AP 6.250 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la laine épaisse.
Étymologie: βαθύς, ῥήν.
German (Pape)
τάπης, dichtwollig, Antiphil. ep. 6 (VI.250).
Russian (Dvoretsky)
βαθύρρηνος: v.l. βαθύρραινος 2 с густым ворсом, пушистый (τάπης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύρρηνος: -ον, (ῥὴν) =πυκνόμαλλος, τάπης Ἀνθ. Π. 6. 250.
Greek Monotonic
βᾰθύρρηνος: -ον (ῥήν), πυκνόμαλλος, σε Ανθ.