προσφευκτέον
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
one must be liable to a prosecution besides, D.37.38 (or divisim).
Russian (Dvoretsky)
προσφευκτέον: adj. verb. к προσφεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
προσφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἶναι ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν προσέτι, Δημ. 977. 27.
Greek Monotonic
προσφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει κάποιος να του ασκήσει επιπλέον δίωξη, σε Δημ.