λιθοκόπος

From LSJ
Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκόπος Medium diacritics: λιθοκόπος Low diacritics: λιθοκόπος Capitals: ΛΙΘΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: lithokópos Transliteration B: lithokopos Transliteration C: lithokopos Beta Code: liqoko/pos

English (LSJ)

ὁ, stonecutter, Antipho Soph.92, D.47.65, IG3.307, prob. in 3455.

German (Pape)

[Seite 45] ὁ, Steinhauer, Dem. 47, 65.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, κόπτω.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκόπος:каменотес Dem.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκόπος: ὁ, ὁ κόπτων, πελεκῶν λίθους, Δημ. 1159. 9.

Greek Monolingual

ο (AM λιθοκόπος)
αυτός που ασχολείται με τη θραύση λίθων, λιθοθραύστης
νεοελλ.
εργαλείο με το οποίο θραύονται λίθοι
μσν.
αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, ξυλο-κόπος.

Greek Monotonic

λῐθοκόπος: ὁ (κόπτω), αυτός που κόβει, που πελεκάει λίθους, σε Δημ.

Middle Liddell

λῐθο-κόπος, ὁ, κόπτω
a stone-cutter, Dem.