ἐπιγναμπτός
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ἐπιγναμπτή, ἐπιγναμπτόν, curved, twisted, ἕλικες h.Ven.87.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
recourbé.
Étymologie: ἐπιγνάμπτω.
German (Pape)
ή, όν, umgebogen, ἕλικας H.h. Ven. 87.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγναμπτός: изогнутый, витой (ἕλιξ HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87.
Greek Monolingual
ἐπιγναμπτός, -ή, -όν (Α) επιγνάμπτω
λυγισμένος, στριφογυρισμένος.
Greek Monotonic
ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κυρτός, στριφτός, στριφογυριστός, σε Ύμν. Όμηρ.
Middle Liddell
ἐπιγναμπτός, ή, όν
curved, twisted, Hhymn. [from ἐπιγνάμπτω