λιθόδερμος
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
λιθόδερμον, with stony hide, Arist.Rh. post 1377a7 (interpol.).
German (Pape)
[Seite 45] mit steinerner Haut oder Schale, übertr. vom Menschen, στεῤῥοὶ καὶ λιθόδ., Arist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la peau ou l'écaille est dure comme une pierre.
Étymologie: λίθος, δέρμα.
Russian (Dvoretsky)
λῐθόδερμος: с твердой как камень кожей Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόδερμος: -ον, ἔχων λιθῶδες, στερεὸν δέρμα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 26 (ἔν τισιν Ἀντιγράφ.).
Greek Monolingual
λιθόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα.