γυναικοπίπης

From LSJ
Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικοπίπης Medium diacritics: γυναικοπίπης Low diacritics: γυναικοπίπης Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: gynaikopípēs Transliteration B: gynaikopipēs Transliteration C: gynaikopipis Beta Code: gunaikopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) one who ogles women, Eust.851.54.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que se come con los ojos a las mujeres, mirón Eust.851.54, Sch.Hippon.131 (p.139).

German (Pape)

[Seite 510] ὁ, nach Weibern gaffend, Eust. Il. p. 851, 54.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. παρθενοπίπης.

Greek Monolingual

γυναικοπίπης, ο (Μ)
αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο γυναικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πιθ. οπιπή < αρχ. οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. αρρενοπίπης, παρθενοπίπης)].