προπορεία

From LSJ
Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπορεία Medium diacritics: προπορεία Low diacritics: προπορεία Capitals: ΠΡΟΠΟΡΕΙΑ
Transliteration A: proporeía Transliteration B: proporeia Transliteration C: proporeia Beta Code: proporei/a

English (LSJ)

ἡ, those who go in front, advanced guard, Plb.9.5.8 (pl.).

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, das Voraus- od. Vorangehen, Sp.; auch concret, die Vorangehenden, der Vortrab, Pol. 9, 5, 8.

Russian (Dvoretsky)

προπορεία:передовые части, авангард (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προπορεία: ἡ, οἱ προπορευόμενοι, ἡ ἐμπροσθοφυλακή, Πολύβ. 9. 5, 8.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προπορεύομαι
1. το να προχωρεί κανείς μπροστά
2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος
νεοελλ.
1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο
2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή προσπάθεια, πρωτοπορία
3. φρ. α) «προπορεία ημιτονοειδούς μεγέθους»
(ηλεκτρολ.) η θετική διαφορά φάσης μεταξύ δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως είναι η τάση και η ένταση του εναλλασσόμενου ρεύματος
β) «προπορεία του ατμοσύρτη»
τεχνολ. διάταξη του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου.