ἐξεπομβρέω
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
rain on, S.Fr.524.4: c. acc., τὰς δρόσους Tz.H.3.59.
German (Pape)
[Seite 877] stark beregnen, Soph. frg. 470.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπομβρέω: ниспосылать дождь Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπομβρέω: ῥίπτω (ἐκ τοῦ οὐρανοῦ) βροχήν, οὔτ’ (ὁ Ζεὺς) ἐξεπομβρῶν Σοφ. Ἀποσπ. 470.
Greek Monolingual
ἐξεπομβρέω (AM)
(για τον Δία, τον ουρανό κ.λπ.) ρίχνω ραγδαία βροχή.