ἀρχιτεκτόνημα

From LSJ
Revision as of 11:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχιτεκτόνημα Medium diacritics: ἀρχιτεκτόνημα Low diacritics: αρχιτεκτόνημα Capitals: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΗΜΑ
Transliteration A: architektónēma Transliteration B: architektonēma Transliteration C: architektonima Beta Code: a)rxitekto/nhma

English (LSJ)

-ατος, τό, stroke of art, artifice, Luc.Asin.25.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
proyecto, construcción, plan τοῦ παντὸς κόσμου Eus.Hierocl.6, cf. DE 4.2
plan, treta Luc.Asin.25.

German (Pape)

[Seite 366] τό, Bauwerk, Gebäude, Sp.; auch übertr., ein Anschlag, Einfall, Luc. Asin. 25.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχιτεκτόνημα: ατος τό досл. постройка, перен. замысел, затея Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιτεκτόνημα: τό, τεχνούργημα, μεταφρ. ἐπινόημα, οἶδα ὅτι ἐπαινέσεσθε το ἀρχιτεκτόνημα Λουκ. Ὄν. 25

Greek Monolingual

το (Α ἀρχιτεκτόνημα) αρχιτεκτονώ
1. το αρχιτεκτονικό έργο, το οικοδόμημα
2. το ευφυές δημιούργημα ή επινόημα.