πηλόδομος

From LSJ
Revision as of 12:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλόδομος Medium diacritics: πηλόδομος Low diacritics: πηλόδομος Capitals: ΠΗΛΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: pēlódomos Transliteration B: pēlodomos Transliteration C: pilodomos Beta Code: phlo/domos

English (LSJ)

πηλόδομον, clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti avec du limon.
Étymologie: πηλός, δέμω.

German (Pape)

aus Lehm gebaut, τοῖχοι Agath. 52 (IX.662).

Russian (Dvoretsky)

πηλόδομος: построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.

Greek Monolingual

-ον, Α
χτισμένος με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσόδομος].

Greek Monotonic

πηλόδομος: -ον (δέμω), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, τοῖχοι, σε Ανθ.

Middle Liddell

πηλό-δομος, ον, δέμω
clay-built, τοῖχοι Anth.