κλαγερός

From LSJ
Revision as of 12:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰγερός Medium diacritics: κλαγερός Low diacritics: κλαγερός Capitals: ΚΛΑΓΕΡΟΣ
Transliteration A: klagerós Transliteration B: klageros Transliteration C: klageros Beta Code: klagero/s

English (LSJ)

ά, όν, screaming, of cranes, AP6.109.8 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1444] schreiend, von den Kranichen, Antp. Sid. 17 (VI, 109).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
criard.
Étymologie: κλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαγερός -ά -όν [κλαγγή] krijsend (van kraanvogels).

Russian (Dvoretsky)

κλᾰγερός: крикливый (γέρανοι Anth.).

Greek Monolingual

κλαγερός, -ά, -όν (Α)
(για τον γερανό) αυτός που κρώζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλάγ- του κλάζω «κρώζω», πρβλ. αόρ. β' -κλαγ-ον + κατάλ. -ερός (πρβλ. τακ-ερός σφαλ-ερός)].

Greek Monotonic

κλᾰγερός: -ά, -όν (κλάζω), αυτός που στριγκλίζει, λέγεται για τους γερανούς, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰγερός: -ά, -όν, κράζων ὀξέως, ἐπὶ γεράνων, Ἀνθ. Π. 6. 109.

Middle Liddell

κλᾰγερός, ή, όν κλάζω
screaming, of cranes, Anth.