κλαγερός
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ά, όν, screaming, of cranes, AP6.109.8 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1444] schreiend, von den Kranichen, Antp. Sid. 17 (VI, 109).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
criard.
Étymologie: κλάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαγερός -ά -όν [κλαγγή] krijsend (van kraanvogels).
Russian (Dvoretsky)
κλᾰγερός: крикливый (γέρανοι Anth.).
Greek Monolingual
κλαγερός, -ά, -όν (Α)
(για τον γερανό) αυτός που κρώζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλάγ- του κλάζω «κρώζω», πρβλ. αόρ. β' ἔ-κλαγ-ον + κατάλ. -ερός (πρβλ. τακ-ερός σφαλ-ερός)].
Greek Monotonic
κλᾰγερός: -ά, -όν (κλάζω), αυτός που στριγκλίζει, λέγεται για τους γερανούς, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰγερός: -ά, -όν, κράζων ὀξέως, ἐπὶ γεράνων, Ἀνθ. Π. 6. 109.
Middle Liddell
κλᾰγερός, ή, όν κλάζω
screaming, of cranes, Anth.