δυσαίακτος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
δυσαίακτον, most mournful, miserable, ib.6.31.
Spanish (DGE)
-ον muy llorado μόρος LXX 3Ma.6.31.
German (Pape)
[Seite 675] sehr bejammert, jammervoll, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαίακτος: -ον, λίαν οἰκτρός, ἀξιοθρήνητος, Ἑβδ.
Greek Monolingual
δυσαίακτος, -ον (Α)
αξιοθρήνητος.