ἀπόκεντρος
From LSJ
English (LSJ)
ἀπόκεντρον, away from a cardinal point, Man.3.269.
Spanish (DGE)
-ον astrol. excéntrico, alejado de un punto cardinal de astros, Man.3.269.
German (Pape)
[Seite 306] (κέντρον), vom Centrum entfernt, Maneth. 3, 269. 5, 134.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκεντρος: -ον, ὁ μακρὰν τοῦ κέντρου, Μανέθων 3. 269.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπόκεντρος, -ον)
αυτός που βρίσκεται μακριά από το κέντρο, ο απόμερος.