θυρανοίκτης
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
θυρανοίκτου, ὁ, door-opener, A.D.Synt.324.8.
Greek Monolingual
θυρανοίκτης, ὁ (Α)
αυτός που ανοίγει τη θύρα ή τις θύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. επανοίκτης, μητρανοίκτης].