ὁλόλιθος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ὁλόλιθον, of massive stone, βασίλειον Str.17.1.42.
German (Pape)
[Seite 325] ganz von Stein; Strab. XVII; Schol. Lycophr. 350.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόλῐθος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόλιθος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν ογκόλιθο
2. αυτός που αποτελείται ολόκληρος μόνο από λίθους.