ἀχρηματία

From LSJ
Revision as of 12:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρημᾰτία Medium diacritics: ἀχρηματία Low diacritics: αχρηματία Capitals: ΑΧΡΗΜΑΤΙΑ
Transliteration A: achrēmatía Transliteration B: achrēmatia Transliteration C: achrimatia Beta Code: a)xrhmati/a

English (LSJ)

ἡ, want of money, Th.1.11, D.H.7.24, Eus.Mynd.7.

Spanish (DGE)

(ἀχρημᾰτία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀχρηματίη Eus.Mynd.7
falta de dinero, penuria αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία τοσοῦτον ὅσον ἡ ἀχρηματία Th.1.11, cf. D.H.7.24, Plu.Fab.2, D.C.73.8.4, Epit.8.26.14, Lib.Decl.1.91, οἱ μάταιοι τῶν ἀνθρώπων τῶν δὲ σπουδαίων ... ἀχρηματίην καταγνῶσι Eus.Mynd.l.c.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Geldmangel, Armut, Thuc. 1. 4 u. oft bei Sp.; auch ἀχρημασία (?), s. Lob. Phryn. 507.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d'argent.
Étymologie: ἀχρήματος.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρημᾰτία:недостаток средств или денег, безденежье, бедность Thuc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρηματία: ἡ, ἔλλειψις χρημάτων, Θουκ. 1. 11, Διον. Ἁλ. 7. 24: - Ρῆμα ἀχρηματέω,Τζέτζ.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρηματία) αχρήματος
έλλειψη χρημάτων.

Greek Monotonic

ἀχρημᾰτία: ἡ, έλλειψη χρημάτων, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀχρήματος
want of money, Thuc.