γλαυκειοῦς

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκειοῦς Medium diacritics: γλαυκειοῦς Low diacritics: γλαυκειούς Capitals: ΓΛΑΥΚΕΙΟΥΣ
Transliteration A: glaukeioûs Transliteration B: glaukeious Transliteration C: glafkeioys Beta Code: glaukeiou=s

English (LSJ)

οῦν, = γλαύκινος, IG2.759 ii 11 (iv B. C.).

Spanish (DGE)

-οῦν
de color gris azulado χιτωνίσκος IG 22.1523.2.18, cf. 1518.52 (ambas IV a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκειοῦς: ᾶ, οῦν, γλαύκινος, ἔχων χρῶμα γλαυκόν, CIA ΙΙ, 759, Π, 11· πρβλ. βατραχειοῦς, (ᾶ, οῦν), φοινικειοῦς, κλ.

Greek Monolingual

γλαυκειοῦς -ᾱ, -οῦν (Α)
αυτός που έχει γλαυκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το ιμάτιο, τον χιτώνα. Για τον σχηματισμό της λ. πρβλ. βατραχειούς, φοινικιούς, επίθετα επίσης δηλωτικά χρωμάτων].