ἐπαρκούντως
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
Adv. pres. part., sufficiently, S.El. 354.
German (Pape)
[Seite 905] hinreichend, Soph. El. 346.
French (Bailly abrégé)
adv.
suffisamment.
Étymologie: ἐπαρκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρκούντως: достаточно (τινί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρκούντως: ἐπίρρ. μετοχ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ ἐπαρκέω, ἐπαρκῶς, Σοφ. Ἠλ. 354.
Greek Monolingual
ἐπαρκούντως (Α)
επίρρ. αρκούντως, επαρκώς, αρκετά («κακῶς μέν, οἶδ', ἐπαρκούντως δ' ἐμοί», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπαρκούντως: επίρρ. μτχ. του ἐπαρκέω, επαρκώς, αρκετά, σε Σοφ.
Middle Liddell
sufficiently, Soph.