νεοπαθής

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπᾰθής Medium diacritics: νεοπαθής Low diacritics: νεοπαθής Capitals: ΝΕΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: neopathḗs Transliteration B: neopathēs Transliteration C: neopathis Beta Code: neopaqh/s

English (LSJ)

νεοπαθές, = νεοπενθής 1, A.Eu.514 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 243] ές, in frischem Schmerz, τεκοῦσα νεοπαθής, Aesch. Eum. 489.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont la souffrance est récente.
Étymologie: νέος, πάθος.

Russian (Dvoretsky)

νεοπᾰθής: погруженный в свежую скорбь (πατὴρ ἢ τεκοῦσα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοπᾰθής: -ές, = νεοπενθής, Αἰσχύλ. Εὐμ. 514· πρβλ. νεοπευθής.

Greek Monolingual

νεοπαθής, -ές (Α)
αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παθής (< θ. παθ-, πρβλ. -παθ-ον, αόρ. β' του πάσχω), πρβλ. πολυπαθής].

Greek Monotonic

νεοπᾰθής: -ές (πάθος), = νεοπενθής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεο-πᾰθής, ές πάθος = νεοπενθής, Aesch.]