κήρωσις

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρωσις Medium diacritics: κήρωσις Low diacritics: κήρωσις Capitals: ΚΗΡΩΣΙΣ
Transliteration A: kḗrōsis Transliteration B: kērōsis Transliteration C: kirosis Beta Code: kh/rwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, material of bees-wax, Arist.HA553b28.

German (Pape)

[Seite 1435] ἡ, der Überzug von Wachs, Arist. H. A. 5, 22, vgl. κόνισις.

Russian (Dvoretsky)

κήρωσις: εως ἡ пчелиный клей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κήρωσις: -εως, ἡ, τὸ ὑλικόν, ἡ οὐσία τοῦ κηροῦ τῶν μελισσῶν ἣν συνάγουσιν ἐκ τῶν δακρύων τῶν δένδρων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5.

Greek Monolingual

κήρωσις, η (Α) κηρώ
1. το υλικό, η ουσία του κεριού τών μελισσών («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῦ δακρύου τῶν δένδρων», Αριστοτ.)
2. η επικάλυψη με κερί.