περιχανδής
From LSJ
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
English (LSJ)
περιχανδές, capacious, χύτρος Nic.Fr.72.3.
German (Pape)
[Seite 600] ές, viel fassend, χύτρος, Nic. bei Ath. IX, 372 e.
Greek (Liddell-Scott)
περιχανδής: -ές, πολλὰ περιέχων, περιλαμβάνων, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 372Ε.
Greek Monolingual
-ες, Α
αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -χανδής (< χανδάνω «χωρώ, περιλαμβάνω»), πρβλ. ευχανδής].