λυπησίλογος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον, giving pain by talking, Cratin.343.
Greek (Liddell-Scott)
λῡπησίλογος: -ον, προξενῶν λύπην διὰ τῶν λόγων αὐτοῦ, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 42.
Greek Monolingual
λυπησίλογος, -ον (Α)
αυτός που με τα λόγια του προξενεί λύπη, ενόχληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυπησ- του αορ. του λυπῶ + -λόγος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
German (Pape)
[ῡ], durch Reden kränkend; Phryn. in B.A. 9; Cratin. bei Suid.