κελαδῆτις
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ιδος, ἡ, loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.
German (Pape)
[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαδῆτις, gen. -δος [κέλαδος] welluidend.
Russian (Dvoretsky)
κελᾰδῆτις: ῐδος adj. f звучная, певучая (γλῶσσα Pind.).
Greek Monolingual
κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφήτης)].
Greek Monotonic
κελᾰδῆτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί δυνατά, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.