λοχεός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = λόχος, ambush, only in Hes.Th.178.
German (Pape)
ὁ, der Hinterhalt, poet. statt λόχος, nur Hes. Th. 178.
Russian (Dvoretsky)
λοχεός: ὁ (= λόχος
1 засада Hes.
Greek (Liddell-Scott)
λοχεός: -οῦ, ὁ, = λόχος, ἐνέδρα, μόνον παρ’ Ἡσ. Θ. 178.
Greek Monolingual
λοχεός, ὁ (Α)
ενέδρα, καρτέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, παγίδα» + κατάλ. -εός, πιθ. κατά το φωλεός.