λοχεός

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχεός Medium diacritics: λοχεός Low diacritics: λοχεός Capitals: ΛΟΧΕΟΣ
Transliteration A: locheós Transliteration B: locheos Transliteration C: locheos Beta Code: loxeo/s

English (LSJ)

ὁ, = λόχος, ambush, only in Hes.Th.178.

German (Pape)

ὁ, der Hinterhalt, poet. statt λόχος, nur Hes. Th. 178.

Russian (Dvoretsky)

λοχεός: ὁ (= λόχος
1 засада Hes.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεός: -οῦ, ὁ, = λόχος, ἐνέδρα, μόνον παρ’ Ἡσ. Θ. 178.

Greek Monolingual

λοχεός, ὁ (Α)
ενέδρα, καρτέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, παγίδα» + κατάλ. -εός, πιθ. κατά το φωλεός.

Greek Monotonic

λοχεός: -οῖο, ὁ, = λόχος, ενέδρα, σε Ησίοδ.