συσκέπτομαι
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
English (LSJ)
= συσκοπέω, Sm.Ps.2.2. Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1042] (ergänzt συσκοπέω), mit, zusammen betrachten, überlegen; κοινῇ μετ' ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Plat. Soph. 218 b; Sp., wie Hdn. 1, 17.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
ανταλλάσσω γνώμες με άλλους για λήψη κοινής απόφασης, μετέχω σε σύσκεψη
αρχ.
1. θεωρώ, εξετάζω
2. μελετώ
3. σχεδιάζω κακό, μηχανορραφώ.
Russian (Dvoretsky)
συσκέπτομαι: вместе рассматривать, сообща исследовать Plat.