κριηδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (κριός) like a ram, Ar.Lys.309.
German (Pape)
[Seite 1508] wie ein Widder, Ar. Lys. 309; B. A. 46.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριηδόν [κριός] adv., als een ram.
Russian (Dvoretsky)
κρῑηδόν: adv. словно тараном Arph.
Greek Monolingual
κριηδόν (Α)
επίρρ. σαν κριάρι (ἅψαντες εἴτ' ἐς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, λεοντηδόν)].
Greek (Liddell-Scott)
κρῑηδόν: Ἐπίρρ. (κριὸς) ὡς κριός, Ἀριστοφ. Λυσ. 309.