κραδαλός

From LSJ
Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδᾰλός Medium diacritics: κραδαλός Low diacritics: κραδαλός Capitals: ΚΡΑΔΑΛΟΣ
Transliteration A: kradalós Transliteration B: kradalos Transliteration C: kradalos Beta Code: kradalo/s

English (LSJ)

κραδαλή, κραδαλόν, quivering, Eust.1165.20.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδᾰλός: -ή, -όν, εὐκράδαντος, εὐκίνητος, Εὐστάθ. 1165. 20· πρβλ. ῥοδαλός.

Greek Monolingual

κραδαλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο του κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα -αλό-ς (πρβλ. ομαλός, τροχαλός)].

German (Pape)

von κραδαίνω, leicht zu schwingen, zu erschüttern, Eust. 1165.20.