ἰσόλυρος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ἰσόλυρον, like the lyre, Sch.S.Tr.643.
German (Pape)
[Seite 1265] Schol. Soph. Tr. 645, Erkl. von ἀντίλυρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόλῠρος: -ον, ὅμοιος λύρᾳ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 645, ἴδε ἀντίλυρος.
Greek Monolingual
ἰσόλυρος, -ον (Α)
όμοιος με λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -λυρος (< λύρα), πρβλ. κακόλυρος, φιλόλυρος].