μεταρσιολεσχία
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ἡ, = μετεωρολογία, Plu.Per.5.
German (Pape)
[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.
Russian (Dvoretsky)
μεταρσιολεσχία: ἡ
1 беседа о возвышенном, небесном Plut.;
2 высокопарная болтовня Plut., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.
Greek Monolingual
μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.
Greek Monotonic
μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μεταρσιο-λεσχία, ἡ, λέσχης = μετεωρολογία, Plut.]